- καλλιεργητικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλλιέργεια (α.. «καλλιεργητικά εργαλεία» β. «καλλιεργητικά δάνεια»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καλλιεργητικάτα έξοδα που απαιτούνται για την καλλιέργεια κάποιας έκτασης.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλιεργητής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς, ως ουσιαστικό δε στον πληθυντικό τού ουδετέρου, από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία].
Dictionary of Greek. 2013.